πηλοποιός

πηλοποιός
ὁ, Α
ο πηλοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηλοποιός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλοποιόν — πηλοποιός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • πηλοποιΐα — ἡ, ΜΑ [πηλοποιός] η τέχνη τού πηλοποιού, η κεραμεική …   Dictionary of Greek

  • πηλοποιώ — έω, ΜΑ [πηλοποιός] μεταβάλλω σε πηλό, κάνω λάσπη …   Dictionary of Greek

  • πηλοποιοῦ — πηλοποιέω make muddy pres imperat mp 2nd sg (attic) πηλοποιέω make muddy imperf ind mp 2nd sg (attic) πηλοποιός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλοποιῶν — πηλοποιέω make muddy pres part act masc nom sg (attic epic doric) πηλοποιός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”